Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ο Μότσαρτ στον ποταμό Nyankawasu: Όσο λιγότερες ζωντανές μαρτυρίες μένουν, τόσοι περισσότεροι θρύλοι γεννιούνται

Ο Μότσαρτ στον ποταμό Nyankawasu. Σε μια από τις βιογραφίες του Τσε διάβασα ότι αγαπούσε τον Μότσαρτ. Στο αυτοκίνητο βάλαμε ν’ακούσουμε ένα σιντί. Από το ανοιχτό παράθυρο τα κλασσικά μουσικά όργανα μπερδεύονταν με τα τζιτζίκια.
    .
    Η επίσκεψη στα μέρη όπου έδρασε η ομάδα του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία, είναι ένα είδος αποστολής πολύ αβέβαιο στην οποία κάθε απόπειρα ιστορικής έρευνας αναπόφευκτα θα αναμειχθεί με στοιχεία προσκυνήματος και δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Όσο λιγότερες ζωντανές μαρτυρίες μένουν, τόσοι περισσότεροι θρύλοι γεννιούνται.

Κανείς δεν θα μπορέσει να βρει την απάντηση στο μυστήριο, ούτε και πως το αίμα πότισε αυτή τη γη πριν από 50 χρόνια. Γιατί στο χάρτη των απέραντων και παρθένων δασών και βουνών της Αμερικής επιλέχτηκε αυτό το μέρος – με όλα τα χαρακτηριστικά της παγίδας; Γιατί οι πιο έμπειροι κουβανοί αντάρτες και ο διοικητής τους διέπραξαν το ένα μετά το άλλο τόσα πολλά στρατιωτικά λάθη; Και γιατί το υπόγειο δίκτυο των πόλεων  που υποστήριζε το αντάρτικο, τόσο απαραίτητο και τόσο προσεκτικά δημιουργημένο κατά τη διάρκεια πολλών ετών, κατέρρευσε σε μια δυο βδομάδες;
Γιατί η ομάδα του Χοακίν, ενός από τους καλύτερους μαχητές του, με χρόνια εμπειρίας και εκπαίδευσης, έχοντας ήδη αδιάψευστα στοιχεία της παρουσίας στρατού σ’εκείνη την περιοχή, διέσχισε το πέρασμα Vado del Yeso (Το γύψινο πέρασμα) χωρίς να πάρει ούτε τις λιγότερες προφυλάξεις: ολόκληρη η ομάδα ήταν ταυτόχρονα στο ποτάμι, με τα χέρια στον αέρα, ανυπεράσπιστοι απέναντι στα πυρά μιας εχθρικής ενέδρας;
Και όσα βιβλία κι αν έχουν γραφτεί γι’ αυτό, η αλήθεια θα μείνει για πάντα χαμένη στην ομίχλη και τη σκόνη στα ερείπια του Nyankawasu, σ’αυτά τα μέρη της Βολιβίας που ονομάζονται «ο αγαπημένος Τσε»
Σ’αυτά τα μέρη λέγονται πολλές ιστορίες. Ο χωρικός Pantaleon Grason έχει κρατήσει ένα τζιπ σαν κειμήλιο, που το χε οδηγήσει μια φορά ο Τσε. Λέει ότι συχνά ακούει τις φωνές των ανταρτών απ’το γκαράζ και μερικές φορές ακούει και τη φωνή του Κομαντάντε που του ζητάει να του δανείσει ένα αμάξι. Μετά το αυτοκίνητο εξαφανίζεται τα βράδια και επιστρέφει πάντα το πρωί – ο Τσε το παρκάρει πάντα στο ίδιο μέρος, μόνο μία φορά έκανε λάθος και το πάρκαρε αλλού.
Πολλοί ντόπιοι χωρικοί βλέπουν συχνά τον Τσε στο ηλιοβασίλεμα, πάνω στους λόφους, στην κεφαλή της κολόνας που στήριζε την επανάσταση – ξέρουν ότι συνεχίζει να ψάχνει τη χαμένη ομάδα του Χοακίν.
Κοντά στο Vado del Yeso, πέρασμα στο οποίο, σαν αποτέλεσμα προδοσίας έπεσε σε ενέδρα και νικήθηκε η ομάδα του Χοακίν, οι βοσκοί λένε ότι όταν το ποτάμι κρύβεται στην ομίχλη, μπορείς ν’ακούσεις τη φωνή της Τάνιας. Μερικές φορές τραγουδάει, μερικές φορές φωνάζει τους συντρόφους της. Μετά μπορείς να δεις πως – ντυμένη σαν αγρότισσα – βγαίνει απ’το ποτάμι, με μακριά μαλλιά, μια κιθάρα στην πλάτη κι ένα καλάθι φρούτα για πούλημα, γιατί το σπίτι της είναι σ’αυτό το μέρος του δάσους...
Μια ομάδα στρατιωτών που πριν από χρόνια χάθηκε σ’αυτά τα μέρη διηγούνται πως τη νύχτα έφτασαν οι αντάρτες και μαζί τους μοιράστηκαν τις μερίδες του φαγητού και τους είπαν πως η μάχη δεν είναι εναντίον τους. Από μακριά ακουγόταν μια γυναικεία φωνή που φώναζε «Στρατιώτες σταματήστε, είμαστε αδέρφια»
Όταν έπεσε η νύχτα, το σκοτάδι που κύκλωνε τις σκιές της σέλβας έκανε το δρόμο να στενεύει και καθυστερούσε το αυτοκίνητο. Σε κάποιο σημείο μας φάνηκε πως κάναμε ένα άλμα πίσω στο χρόνο. Και ίσως το κάναμε πραγματικά, ποιος ξέρει; Κάναμε ήδη πολύ δρόμο, ώρες ολόκληρες στο χωματόδρομο, με στροφές, χαλίκια, γκρεμνούς και πεσμένα δέντρα. Μας έπιανε ναυτία αλλά τουλάχιστον έτσι ξεχνούσαμε την πείνα μας, γιατί ώρες ολόκληρες οδηγούσαμε χωρίς να ξέρουμε που είμασταν και χωρίς να ξέρουμε που θα φτάσουμε, όπως συχνά συμβαίνει στη Βολιβία.
Πριν πενήντα χρόνια, όταν αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε ακόμα, μια άλλη χούφτα ανθρώπων μισοπεθαμένοι από την πείνα, την κούραση και ίσως και από την αίσθηση της ίδιας τους της μοναξιάς, περνούσαν τις εβδομάδες πάντα με τον ίδιο τρόπο. Και οι στρατιές, που ενημερώθηκαν από τους χωρικούς για την εμφάνιση μιας ομάδας οπλισμένων ξένων, άρχισαν να περικυκλώνουν την περιοχή.
Οι ήχοι του δάσους τη νύχτα δεν μας άφησαν ν’ακούσουμε τα βήματά τους.
Σε μια από τις βιογραφίες του Τσε διάβασα ότι αγαπούσε τον Μότσαρτ. Στο αυτοκίνητο βάλαμε ν’ακούσουμε ένα σιντί. Από το ανοιχτό παράθυρο τα κλασσικά μουσικά όργανα μπερδεύονταν με τα τζιτζίκια. Μετά τον Μότσαρτ ακούσαμε το Calle 13.
.
=======================================(*)
Νομίζω πως του άρεσε.
Ο ποταμός Nyankawasu αποδείχτηκε πως ήταν ένα μεγάλο ρυάκι με πανέμορφα βότσαλα και πένθιμες συστάδες με ιβίσκους, ορχιδέες και λιάνες πάνω απ’τα νερά του. Σε μια μεγάλη πέτρα όπου κρύφτηκαν οι αντάρτες σε μια πρώτη ενέδρα έναντι των στρατιωτών, βρήκα δυό πεταλούδες νεκρές ενώ έκαναν έρωτα. Ο άλλος ποταμός ο Ρίο Γκράντε, ήταν βαθύς κι αληθινός. Στην πυκνή ομίχλη του πρωινού ενώνονταν οι όχθες του ποταμού, τα φαντάσματα και ο χρόνος. Με μια πρώτη ματιά μου φάνηκε μια μεγάλη θεατρική σκηνή φτιαγμένη ειδικά για μια μεγάλη ελληνική τραγωδία του περασμένου αιώνα.
Για τον Τσε στη Βολιβία πλέον έχουν εκφράσει όλοι την αποψή τους, και αυτοί που είχαν το δικαίωμα, και αυτοί που δεν το είχαν. Η φιλολογία για το αντάρτικο του Γκεβάρα υπάρχει σήμερα για όλα τα γούστα και όλα τα επίπεδα φαντασίας. Όλοι όσοι δεν ήταν τεμπέληδες άδραξαν την ευκαιρία και έγραψαν τις προσωπικές τους ερμηνείες, όπως τους ταίριαζε για τις προσωπικές τους απογοητεύσεις, οφέλη, ελπίδες για το μέλλον και δυσαρέσκεια για το παρελθόν.
Ο βολιβιανός στρατός – οι νικητές – επιμένουν για την αυθεντικότητα της νίκης τους επαναλαμβάνοντας την ίδια εκδοχή της ιστορίας – οι δεξιοί με πανηγυρισμούς, πατριωτικούς, μπανάλ, κιτς, αναμενόμενο και προφανές. Οι αριστεροί από την άλλη, πολύ διαφορετικοί, δεν αντέχουν ο ένας τον άλλο και είναι μπερδεμένοι, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν με ευλάβεια τον Γκεβάρα σαν γενικό κάλυμμα για κάθε πολιτική τους αποτυχία.
Και οι επιζώντες της ιστορίας είναι μερικά γερόντια που επέζησαν στον τυφώνα της ζωής – κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη που δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξαναφτιάξεις, μοιάζουν μάρτυρες της αποτυχίας των ελπίδων τους. Φαίνεται πως αυτή η δοκιμασία ήταν πολύ μεγάλη για όλους.
Το αεροδρόμιο του Vallegrande όπου βρέθηκαν τα νεκρά σώματα των ανταρτών, σήμερα είναι θαμμένο κάτω από το μνημείο – μεγάλο σαν την πυραμίδα του φαραώ – κρύο και ακατάλληλο. Ο ημιεπίσημος ναός του «Γκεβαρισμού» που μου θύμισε τη χειρότερη αισθητική του σοσιαλιστικού ρεαλισμού του τελευταίου αιώνα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο εποικοδομητική κριτική πιο σωστή, επισημαίνοντας τις ελλείψεις και ίσως κάποια πλεονεκτήματα αυτού του αρχιτεκτονικού τέρατος, αλλά εγώ σίγουρα ένοιωσα κάτι: Ο Τσε δεν είναι εκεί...ή πιο σωστά, είναι παντού εκτός από εκεί.
Μάλλον όχι...αυτός ακόμα δεν είναι στις μαρτυρίες των σημαντικών χαρακτήρων, στους επιζώντες, θύματα και βασανιστές, σε συνεντεύξεις, γραμμένες και επαναμβανόμενες εκατοντάδες φορές, σε βιβλία, ρεπορτάζ, ταινίες, ντοκυμαντέρ και έργα τέχνης. Πιστεύω πως όλα αυτά είναι φτιαχτά, είναι φτιαχτά για να μας αποσπάσουν  την προσοχή, να μας κάνουν να δούμε τον Τσε σαν είδος λατρείας, σαν ένα είδωλο που δείχνει με το δάχτυλο τ’αστέρια.
Ο Τσε, που πριν από μερικές βδομάδες άκουγε Μότσαρτ στα βουνά μεταξύ των Lagunillas και του Rio Grande, δεν έφτασε ποτέ στην La Igera. Έμεινε με τα παιδιά ενός σχολείου σ’ένα χωριό, όπου συνάντησε τον Don Anibal, έναν δάσκαλο που για πολλές ώρες μας έφερε μέσα από τη σέλβα, μέσα από την ιστορία, μέσα από τις μνήμες και τις ελπίδες του. Έμεινε στα μάτια των Daisy και Waldo, ένα ζευγάρι από την Vallegrande, που έψαχναν, βρήκαν και φρόντισαν τους τάφους των συντρόφων του Τσε που σκοτώθηκαν και θάφτηκαν κρυφά από τους στρατιώτες. Στο όμορφο κορίτσι τη Βανέσσα, που στο σπίτι της μάνας της ανάβει ένα σεμνό κερί μπροστά στις φωτογραφίες του Τσε και του φίλου τού Φιντέλ, «γιατί τώρα μας προστατεύουν και οι δύο». Στο ορφανοτροφείο του μοναστηριού για μοναχές η αδελφή Λέο, που τραγουδάει με τα παιδιά το διάσημο «Comandante Che Guevara» και μιλάει μαζί τους για το νόημα της ζωής. Και ακόμα και οι μέθυσοι Vado del Yeso, που ως παιδιά είδαν τους αντάρτες. Και τότε, παραπατώντας μας οδήγησαν στο ποτάμι, μας είπαν και μας διηγήθηκαν ιστορίες για «καλούς ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους για το λαό».
Λίγο παραπάνω από μια δεκαετία πριν, οι γραφειοκράτες της Βολιβιανής κυβέρνησης, μαζί με αρκετούς επιχειρηματίες του τουρισμού, εφηύραν τον «Δρόμο του Τσε». Ένα εμπιστευτικό ντοκουμέντο, που πήραμε από το δημαρχείο του Kamiri, ξεκινάει ως εξής:
«Κάποια στιγμή στην ιστορία, ο αργεντινός αντάρτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα έγινε από επαναστατικό σύμβολο ένα καταναλωτικό αντικείμενο. Το πρόσωπό του τυπώθηκε σε σημαίες, τατουάζ, μπλούζες, τσάντες, σε οτιδήποτε μπορεί να πωληθεί. Και εννοείται, η βιομηχανία του τουρισμού δεν μπορεί παρά να συμμετέχει σ’αυτή την προσοδοφόρα επιχείρηση. Όταν ο Γκεβάρα έφτασε στη Βολιβία το 1966 για να διαδώσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτό το μονοπάτι του θα ξαναπατηθεί από χιλιάδες περίεργους τουρίστες. Και επιπλέον πως αυτή η πορεία του θα γινόταν πραγματικό κέρδος για τον καπιταλισμό...».
Φέτος στη Βολιβία, ανακαλύψαμε πως η περίφημη κατάρα του Τσε παραμένει ζωντανή. Αλλά αντί να προκαλεί ατυχήματα και προβλήματα για τους δήμιους και τους διώκτες, τώρα χτυπάει τους μπίζνεσμαν του τουρισμού. Ο «δρόμος του Τσε» δεν φέρνει καθόλου «ζωντανό χρήμα» αλλά παραμένει στα χαρτιά. Στο Nyankauasu δεν βρίσκεις χιλιάδες, αλλά ούτε καν δεκάδες «περίεργους τουρίστες». Εκεί ακόμα μπορείς να ακούσεις μόνο το δάσος που ξυπνάει και κοιμάται κάθε μέρα, ένα ποτάμι, τα κουνούπια.

Και μερικές φορές, αν ακούσεις προσεκτικά – κάτι από Μότσαρτ, σαν συνοδεία για μια ομάδα οπλισμένων, κουρασμένων ταξιδιωτών, που στην αυγή κάθε μέρας περνάνε μέσα από την ομίχλη.
Η 50ή επέτειος από τη δολοφονία του κομαντάντε Τσε Γκεβάρα...

Η πόλη Καμίρι, κοντά στην οποία ξεκίνησε η κομματική επική πορεία του Τσε στη Βολιβία.
Η έδρα της τέταρτης διαίρεσης του βολιβιανού στρατού στο Καμίρι,
που οδήγησε τον κύριο αγώνα ενάντια στους παρτιζάνους

Καμίρι, στρατιωτικό φορτηγό, ένα από εκείνα που έχουν χρησιμοποιηθεί στις αντι-κομματικές επιχειρήσεις

Χωριουδάκι της Lagunillas στο δρόμο για την πρώτη αντάρτικη βάση «Calamina»




Ο δρόμος από την Lagunilla στη βάση «Calamina»

Ο ποταμός Nancahuasu

Ο ποταμός Nancahuasu

Η θέση της πρώτης ενέδρας κατά του στρατού των ανταρτών.
Σ' αυτό το πέτρινο μέρος κρύβονται αντάρτες περιμένοντας την περίπολο του στρατού,
στην κοίτη του Nancahuasu ποταμού


Νεκρές πεταλούδες σε αυτό το βράχο

Σχολείο σε μια μικρή ινδιάνικη κοινότητα στη διαδρομή μεταξύ των ποταμών Nancahuasu και Rio Grande

Ο Rio Grande στην πρωινή ομίχλη

Πλωτήρας στον Rio Grande, η οποία υπήρχε κατά τις ημέρες του Τσε

Προβολή του Ρίο Γκράντε από πάνω, από την άλλη πλευρά του

Άκρη του δρόμου για την ενέδρα στο Ρίο Γκράντε,
όπου υπήρχε μια ενέδρα του στρατού, κοντά στο χωριό Vado del Yeso


Η ακριβής τοποθεσία στην διάβαση του Rio Grande, η οποία είχε γίνει ενέδρα

Η είσοδος της La Higuera

Ένα πρώην σχολείο στο La Higuera, όπου σκοτώθηκε ο Τσε.
Τώρα σ' αυτό το μέρος χτίστηκε ένα μικρό μουσείο, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την ιστορία

Ένα από τα σπίτια του La Higuera,που έγινε καφέ










 Οι δρόμοι και τα σπίτια της La Higuera
















(*)Latinoamérica
I am
I am what that they left
I'm all about what that was stolen.
A village hidden on the peak,
My skin is from leather that's why it stands any weather.
I'm a factory of smoke,
A peasant working hand for your consumption
Cold Front in the middle of summer,
Love in the Time of Cholera, my brother.
The sun that is born and the day that dies,
with the best evenings.
I am developing raw,
a political speech without saliva.
The most beautiful faces I've met,
I'm the photograph of a missing person.
I'm the blood in your veins,
I'm a piece of land that is worth it.
I'm a basket with beans,
I'm Maradona against England scoring 2 goals.
I'm what that holds my flag,
the backbone of the planet is my Andes.
I'm what that my father taught me,
Who doesn't love his fatherland don't love his mother.
I'm Latin America,
People without legs but can walk
You can't buy the wind.
You can't buy the sun.
You can't buy the rain.
You can't buy the heat.
You can't buy the clouds.
You can't buy the colors.
You can't buy my happiness.
You can't buy my pains.
I have the lakes, I have the rivers.
I have my teethes for when I smile.
The snow that puts make up on my mountains.
I have the sol that dries me and the rain that wash me
*A desert intoxicated with beautiful drinks of pulque
To sing with the coyotes is all that I need.
I have my lungs breathing clear blue.
The height that suffocates.
I'm the teethes that chew the Coca.
*The autumn with its dropping leaves
The lines written under the starry night.
A wineyard filled with grapes.
A sugar cane plantation under the Cuban sun.
I'm the Caribbean Sea watching over the houses,
Doing rituals of holy water.
The wind that combs my hair.
I'm all the saints that hangs from my neck.
The juice of my struggle is not artificial,
Because the fertilizer of my land is natural.
You can't buy the wind.
You can't buy the sun.
You can't buy the rain.
You can't buy the heat.
You can't buy the clouds.
You can't buy the colors.
You can't buy my happiness.
You can't buy my pains.
(from purtuguese)
You can't buy the wind.
You can't buy the sun.
You can't buy the rain.
You can't buy the heat.
You can't buy the clouds.
You can't buy the colors.
You can't buy my happiness.
You can't buy my sadness.
You can't buy the sun.
You can't buy the rain.
(we are drawing the way, we are walking)
You can't buy my life.
MY LAND IS NOT FOR SALE.
Working hard but with pride,
Here we share, what's mine is yours.
These people can't be drawn with big waves.
And if it collapsed I'll rebuilt it.
*neither blink when I see you.
So that you'll remember my surname.
Operation Condor is invading my nest.
I forgive but I'll never forget!
(we are walking)
The struggle breathes here.
(we are walking)
I sing because it sounds.
Here we are standing.
Long live Latin America.
You can't buy my life.

--------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...