«για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!»
Αιμ. Βεάκης
Στη συγκυρία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας για την «αναθεώρηση» της ιστορίας από τη σκοπιά των «νικητών» με παραποιήσεις και ψέματα, κάθε δημιουργός καλείται να αποφασίσει αν θα «παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις και τις αυταπάτες, ή θα παραδώσει τον κόσμο στον άνθρωπο». Θα περίμενε κανείς ο Παντελής Βούλγαρης, ένας από τους σκηνοθέτες που άνοιξαν νέους θεματικούς και αισθητικούς ορίζοντες στον ελληνικό κινηματογράφο, να σηκώσει και πάλι το ανάστημά του απέναντι στη νέα και σφοδρότερη επίθεση των επικυρίαρχων κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς με την τελευταία ταινία του «Ψυχή βαθιά», προσθέτει και τη δική του φωνή στα κηρύγματα της λαϊκής υποταγής και συμμόρφωσης.
Η ταινία «Ψυχή βαθιά» πραγματεύεται το τελευταίο διάστημα του εμφύλιου στις βουνοκορφές του Γράμμου το 1949. Οι ήρωες είναι δύο αδέλφια τσοπανόπουλα, ο Ανέστης, 17 χρονών και ο 15χρονος Βλάσης - σύμβολα ενός γενικά «τυχαίου» κατά το σκηνοθέτη διχασμού του ελληνικού λαού - που επειδή γνωρίζουν τα περάσματα, βρέθηκαν ο πρώτος στις γραμμές του Εθνικού στρατού και ο δεύτερος του Δημοκρατικού.
Μετά τις πρώτες σκηνές γίνεται φανερό ότι η ταινία παρακάμπτει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων που εξιστορεί. Περιγράφεται ένας πόλεμος και μάλιστα με εξαντλητικές για τη βία του λεπτομέρειες: ποιες οι αιτίες του, ποιος ο χαρακτήρας και ο σκοπός του, ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν οι αντιμαχόμενες πλευρές; Ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρουν τέτοιου είδους θέματα, καθώς αποτελούν αντικείμενο των πολιτικών. Τον ίδιον απασχολεί η ανθρώπινη πλευρά αυτής της αδελφοκτόνας αιματοχυσίας. Λες και αυτή είναι έξω και ανεξάρτητη από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ωστόσο αναπότρεπτα το έργο κάνει πολιτική, εισχωρώντας μάλιστα στον ίδιο τον πυρήνα της: την ταξική πάλη. Το κεντρικό μήνυμα που από την αρχή ως το τέλος και με ομολογουμένως υψηλή αισθητική εκπέμπει σε διαφορετικές εντάσεις και αποχρώσεις, είναι το ανώφελο, ανέφικτο και ουτοπικό, αλλά συνάμα ζοφερό κι ολέθριο της κοινωνικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή, όπως στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, είναι το αναπόφευκτο προϊόν της απροκάλυπτης βίας από το συνασπισμό της ντόπιας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών κατά του ΕΑΜικού κινήματος για να εδραιώσουν την απειλούμενη εξουσία τους. «Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες;» αναφωνεί με ραγισμένη φωνή ο Θανάσης Βέγγος στο ρόλο ενός χωρικού που πηγαίνει στο αρχηγείο του τακτικού στρατού για να παραλάβει το σκοτωμένο στη μάχη από τους αντάρτες εγγονό του, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της ταινίας σκηνή.
την κεντρική επιδίωξη της ταινίας να υποβάλει στο θεατή με συγκινησιακούς και συναισθηματικούς προπαντός όρους την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας», και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», υποτάσσεται και η ιστορική αλήθεια. Στην όλη απλοϊκή και ευθύγραμμη αντιμετώπιση του θέματος, ως «κακοί» προβάλλονται μόνον οι ξένοι και όχι όλοι (ο αγγλικός παράγοντας αποσιωπάται): Από τη μια οι Αμερικανοί απαιτούν γρήγορο ξεκαθάρισμα και από την άλλη οι Σοβιετικοί αφήνουν αβοήθητους τους αντάρτες να περιμένουν μάταια τον Κόκκινο Στρατό, μια ευθεία παραπομπή στη θεωρία των υπερδυνάμεων, που αυτές τελικά και όχι η λαϊκή πάλη καθορίζουν τις τύχες του κόσμου. Αντίθετα όλοι οι Έλληνες, θύτες και θύματα εξισωμένοι, τόσο ο λαός (αντάρτες και φαντάροι) όσο και πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας, είναι «καλοί» και γεμάτοι ανθρωπιά. Η πολιτική ηγεσία του τόπου παρουσιάζεται αμήχανη και απρόθυμη να πάρει θέση (ας όψονται το αιματοκύλισμα του λαού το Δεκέμβρη του '44, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπισμοί και οι στυγερές δολοφονίες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των μελών του ΚΚΕ). Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού εμφανίζεται να αποφεύγει την αποφασιστική αναμέτρηση και να εξαναγκάζεται από τους Αμερικανούς στην τελική αιματηρή σύγκρουση με τη χρήση των βομβών Ναπάλμ. Οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ντόπιου πληθυσμού - μετά τη βίαιη εκκένωση των χωριών από τον τακτικό στρατό για να αποκοπούν οι αντάρτες από τα λαϊκά στηρίγματά τους - προβάλλονται ειδυλλιακές, με τη μάνα (Ελλάδα) να περιμένει τα δυο παιδιά της, τον Ανέστη και το Βλάση, ψήνοντας καλαμπόκι για τους φαντάρους.
Σ' αυτό το έδαφος ως αναμφισβήτητη αναδεικνύεται από την ταινία και η ηθική υπόσταση των ανταρτών με στοιχεία μάλιστα υπεροχής. Η αντάρτισσα Γιαννούλα αποστομώνει από το χωνί τον αξιωματικό του κυβερνητικού στρατού στο απέναντι χαράκωμα. Οι νεαροί μαχητές της ομάδας - που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή - δε μετανιώνουν για την επιλογή τους μπροστά στους δικαστές και βαδίζουν περήφανα στο θάνατο. Οι κακουχίες δεν τους λυγίζουν, «τραγουδούν και πολεμούν» χωρίς τροφή, γιατρούς, υποδομές και κατορθώνουν όχι απλά να αντέχουν, αλλά και να νικούν, παρά τη συντριπτική υπεροπλία των αντιπάλων τους. Σ' αυτόν τον άνισο αγώνα ηττήθηκαν, σύμφωνα με την ταινία, μόνον μετά τη χρήση των τρομερών βομβών Ναπάλμ, που για πρώτη φορά δοκιμάστηκαν στα βουνά του Γράμμου.
Ποια δύναμη όμως όπλιζε τους αντάρτες με τέτοιον αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, «τι φούντωνε τη θεϊκή ορμή τους;» όπως γράφει ο Αιμίλιος Βεάκης στο εξαίρετο ποίημά του με τον ομώνυμο τίτλο «Ψυχή βαθιά»; Να υποθέσουμε ότι είναι το παράτολμο της νιότης, το μίσος για τις βιαιότητες που διέπραξε και η αντίθετη πλευρά, το ξεμυάλισμα των ανήλικων χωριατόπαιδων από τους «αιθεροβάμονες ή τυχοδιώκτες» κομμουνιστές; Πληθώρα τέτοιων απαντήσεων μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από την ταινία. Η μόνη απάντηση που λείπει, είναι η αληθινή: Οτι δηλαδή οι αγωνιστές του ΔΣΕ έγραψαν αυτή την τρίχρονη εποποιία ψυχωμένοι από τη δύναμη της επαναστατικής τους ιδεολογίας, από το ιδανικό ενός καινούριου κόσμου, μιας ανώτερης ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς πολέμους, στερήσεις και εκμετάλλευση.
αγάπη για την πατρίδα του λαού και όχι των αστών, για τον ίδιο το Λαό, ο λαϊκοδημοκρατικός πατριωτισμός ήταν η ιδεολογία του ΔΣΕ, αντιιμπεριαλιστικός-διεθνιστικός, για τη λαϊκή εξουσία, ήταν ο χαρακτήρας της πάλης του. Τα στρατιωτικοπολεμικά κατορθώματά του προκαλούν μέχρι σήμερα το θαυμασμό ακόμη και αντιπάλων, γιατί ήταν ένας αληθινός λαϊκός επαναστατικός στρατός, από τους πιο δυναμικούς στον κόσμο, με στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση και οργάνωση και όχι ομάδες από γυναικόπαιδα, που συμπτωματικά βρέθηκαν στη φωτιά των χαρακωμάτων, όπως διαφαίνεται στην ταινία. Τα βήματα των μαχητών του καθοδηγούσαν οι μεγάλες αγωνιστικές παρακαταθήκες που άφησε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στη συνείδηση του λαού, μαζί και των νέων ακόμη και των ανήλικων, αφού κι αυτοί μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ήταν αξεχώριστο κομμάτι του αγώνα «για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία». Αυτή τη νέα ζωή οι μαχητές του ΔΣΕ δεν την είχαν ζήσει μόνο στη φαντασία τους. Είχαν αγγίξει χειροπιαστά το όνειρό τους, την εξουσία του λαού, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Γι' αυτό και γνώριζαν καλά για ποιο σκοπό πολεμούσαν. Ούτε μετάνιωσαν, ούτε τρελοί από τον πόνο ή τις τύψεις για το χαμό των συντρόφων τους παραδόθηκαν, όπως ο ήρωας της ταινίας Καπετάν Ντούρλας, σε μια από τις τελευταίες σκηνές της. Αντίθετα, προτιμούσαν το θάνατο από την αιχμαλωσία, όπως οι τρεις αντάρτες που έχοντας ξοδέψει στη μάχη και το τελευταίο τους βόλι, έπεσαν από την τρομερή κορυφή «Χάρος» στο ύψωμα Κοτύλι του Γράμμου. Αυτό το μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την απελευθέρωσή του από κάθε είδους καταναγκασμό, που καμιά δύναμη, κανένας στρατός δεν μπορεί να την ανακόψει, αυτό που τελικά αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης υπόστασης, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παραλείπεται μεγαλόφωνα από μια ταινία που φιλοδοξεί να είναι «ανθρωποκεντρική». Με λίγα λόγια το περιεχόμενό της βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον τίτλο της. Γιατί «βαθιά ψυχή» είναι η επαναστατική ψυχή.
Όμως πράγματι χρειάζεται πολύ θάρρος, χρειάζεται «ψυχή βαθιά» για να παραδεχτεί κανείς στις μέρες μας πως ο πόλεμος αυτός χάθηκε, όχι επειδή οι νικημένοι δεν είχαν το δίκιο με το μέρος τους, αλλά επειδή δεν ήταν έγκαιρα έτοιμοι για να νικήσουν. Και αν αυτή την ψυχή οι περισσότεροι από τους μεγάλους δημιουργούς μας την έχουν χάσει μέσα στο σημερινό συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων, θα τη φέρει και σ' αυτούς η λαϊκή πάλη, που με καινούριους μαχητές και μαχήτριες συνεχίζει την πορεία της, βέβαιη πως θα 'ρθει εκείνη η ώρα, που η ιστορία θα δικαιώσει τα ιδανικά, τους σκοπούς και τη θυσία των αγωνιστών του ΔΣΕ.
Της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
Η Ε. Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ
2 σχόλια:
Ο σκηνοθέτης έπεσε, δυστυχώς, θύμα εκείνης της μεταφυσικής που σε κάνει να πιστέψεις πως μπορείς να γράψεις από την αρχή όποιο κομμάτι της Ιστορίας επιθυμείς: η αγάπη, η συμπόνια, η φιλευσπλαχνία, το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε και ότι κάποιος πρέπει να μπει στον κόπο ν' αποκαταστήσει εμάς και τα πάθη μας όπλισαν την κάμερα του Βούλγαρη για τα «βαθιά». Αντί όμως να «γυρίσει», φρόντισε να «χτυπήσει» σ' ένα σέικερ τα αντίπαλα στρατόπεδα του εμφυλίου με αποτέλεσμα, αντί για ψυχή βαθιά όπως επεδίωξε, η ταινία να καταλήξει σε ψυχή φραπέ. Βασανίζοντας τα αυτονόητα του τύπου αν ο πόλεμος είναι κακός ή ο εμφύλιος είναι τραγωδία, αφαίρεσε μ' έναν καθωσπρέπει τρόπο τις γενεσιουργές αιτίες της σύρραξης σκεπάζοντας με ό,τι βρήκε εύκολο το δικαίωμα της ιδέας για την οποία έπεσαν οι στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού. Τους παρέδωσε στη Μοίρα με την εύνοια που της δίνουν αναιμικοί θεολόγοι. Από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να πετάξει στο δικό τους ύψος, υποχρεώθηκε να ασχοληθεί με τη σκόνη τους και να πνιγεί σ' αυτήν.
aliatas, συμφωνώ μαζί σου. Οι καιροί αλλάζουν και οι άνθρωποι αλλάζουν. Η ιστορία όμως δεν αλλάζει. Ο παππούς μου πολέμησε στο ΔΣ και είχα την τύχη να ακούσω τις ιστορίες του. Είναι λυπηρό ιστορικά γεγονότα, ακόμα και σήμερα, να παρερμηνεύονται.
Χαιρετισμούς πολλούς, Γιώργος.
Δημοσίευση σχολίου