Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η Εκστρατεία της Ουκρανίας - οι Βενιζέλοι και οι «Σύμμαχοί» μας

Καταθέτει τριαντάφυλλα στους δολοφονημένους διαδηλωτές και αστυνομικούς
από τους πληρωμένους ελεύθερους σκοπευτές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

«Χωρίς αμφιβολία, η εποχή μας (....) προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο υπό το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαινόμενο από το είναι (...) Το ιερό γι αυτήν δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο είναι η αλήθεια. Ή μάλλον, το ιερό μεγαλώνει στα μάτια της στο μέτρο που μικραίνει η αλήθεια και αυξάνεται η ψευδαίσθηση, έτσι ώστε, γι' αυτήν, το αποκορύφωμα της ψευδαίσθησης ν' αποτελεί επίσης το αποκορύφωμα του ιερού».
— ΦΌΙΕΡΜΠΑΧ! Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση της «Ουσίας του Χριστιανισμού»
======
ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
«Μια νέα οξεία πολεμική διεξάγεται στη χώρα, στο μέτωπο της φιλοσοφίας, πάνω στις έννοιες: «το ένα χωρίζεται σε δύο» και «τα δύο συγχωνεύονται σε ένα». Αυτή η διαμάχη είναι ένας αγώνας ανάμεσα σ' αυτούς που είναι υπέρ και σ’ αυτούς που είναι κατά της υλιστικής διαλεκτικής, ένας αγώνας ανάμεσα σε δυο αντιλήψεις του κόσμου: την προλεταριακή αντίληψη και την αστική αντίληψη.
Εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο βασικός νόμος των πραγμάτων είναι ότι «το ένα χωρίζεται σε δύο» μένουν στο πλευρό της υλιστικής διαλεκτικής εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο βασικός νόμος των πραγμάτων είναι ότι «τα δυο συγχωνεύονται σε ένα» είναι ενάντια στην υλιστική διαλεκτική.
Οι δύο πλευρές έχουν χαράξει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους και τα επιχειρήματά τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Αυτή η πολεμική αντανακλά στο ιδεολογικό επίπεδο, τον οξύ και πολύπλοκο ταξικό αγώνα που διεξάγεται στην Κίνα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
— «ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ» του Πεκίνου, 21 Σεπτεμβρίου 1964.



Με την ονομασία Εκστρατεία της Κριμαίας, ή Εκστρατεία της Ουκρανίας, ή (παλαιότερα) Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία, ειδικότερα στην ελληνική ιστορία, χαρακτηρίζεται η ελληνική συμμετοχή με εκστρατευτικό σώμα στην εκστρατεία που επιχείρησε η Γαλλία (ως κύριο μέλος της Αντάντ) κατά των Μπολσεβίκων στην Κριμαία και γενικότερα στη περιοχή της Ουκρανίας το 1918-1919.

Γενικά

Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία αυτή αποφασίστηκε από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και την κυβέρνησή του (κυβέρνηση του κόμματος των Φιλελευθέρων από τον Ιούνιο του 1917 χωρίς την παρουσία αντιπολίτευσης). Η Ελλάδα προσφέρθηκε να συμμετάσχει με τρεις μεραρχίες.

Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο υπήρξε ατυχής, γεγονός που διαφαινόταν εξ αρχής, αλλά και πολύ καταστροφική για τον ελληνογενή πληθυσμό όλης της εκεί και γύρω περιοχής, από τα αντίποινα που ακολούθησαν στη συνέχεια σε βάρος του, με δολοφονίες, καταστροφές, διωγμούς, εκτοπίσεις κλπ.
Ιδιαίτερα όμως χαρακτηριστικός ήταν ο κίνδυνος που διέτρεξε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και τα ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν σε αυτή από την φαυλότητα των Γάλλων, εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε η «συμμαχική» εκστρατεία να εξελιχθεί σε σύρραξη μεταξύ των συμμάχων, γεγονός που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή με την παρουσία αγγλικών θωρηκτών που προσκλήθηκαν επί τούτου.
Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση της εκστρατείας στη Νότια Ρωσία, η συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος σε αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέρ της δικαίωσης των ελληνικών αιτημάτων στη διάσκεψη που ακολούθησε, ένα χρόνο μετά, στη Συνθήκη των Σεβρών.
Με το πέρας της εκστρατείας αυτής το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία για ενίσχυση του μετώπου της μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.



Επικρατούσα κατάσταση

Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 η κατάσταση που διαμορφώθηκε έδωσε την ευκαιρία στη Γερμανία να αποδεσμεύσει από το Ανατολικό Μέτωπο σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις της τις οποίες και μετέφερε στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτό συνέβη διότι μεταξύ των όρων της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) την οποία επέβαλε η Γερμανία στη μπολσεβική Ρωσία ήταν η ίδρυση της Ουκρανίας, η παραχώρηση μέρους της Αρμενίας (περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Μπατούμ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και η ανεξαρτησία της Γεωργίας.
Με τη συνθήκη αυτή η Γερμανία πέτυχε να σπάσει κυριολεκτικά τον αποκλεισμό των Συμμάχων (της Αντάντ) και να εκμεταλλεύεται πλήρως τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της άλλοτε τσαρικής Ρωσίας μέχρι τη γραμμή Νάρβα—Κουρσκ—κοιλάδα Ντόνετς—Αζοφική, που αποτελούσε και τείχος κατά του Μπολσεβικισμού. Μετά από αυτό οι δυνάμεις της Αντάντ που βρίσκονταν στη Βαλκανική περιήλθαν σε δυσμενή επιχειρησιακά θέση.
Παράλληλα όμως ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος είχε ανάψει σε όλες τις περιοχές από την Ουκρανία μέχρι Βαλτική και Σιβηρία. Ειδικότερα όμως οι Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρώσοι δεν μάχονταν μόνο τους Μπολσεβίκους αλλά και μεταξύ τους.
Οι Αγγλο-γάλλοι με την εξέλιξη αυτή, επιθυμώντας την διάλυση των Μπολσεβίκων, προκειμένου η Ρωσία να επανέλθει στη συμμαχία και να ανασυσταθεί το Ανατολικό Μέτωπο, για να αποκλειστεί η Γερμανία, άρχισαν να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τις μεγαλύτερες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις, που ήταν η στρατιά του Ντενίκιν, που δρούσε στη νότια Ρωσία, και η στρατιά του Κολτσάκ, που δρούσε στη Σιβηρία. Τελικά η Γαλλία αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα με συμμετοχή και ελληνικού τμήματος προς βοήθεια των δυνάμεων του Ντενίκιν.

Ανάληψη εκστρατείας

Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσό ενημέρωσε τον Γάλλο στρατηγό του Μακεδονικού Μετώπου Φρανσέ ντ' Εσπεραί ότι πρόθεση της Αντάντ είναι να επέμβει στην Κριμαία με κύριο σκοπό κατά δήλωσή του: «Να συνεχίσωμεν εκεί την πάλην κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και όπως πραγματοποιήσωμεν τον οικονομικόν αποκλεισμόν του Μπολσεβικισμού και προκαλέσωμεν την πτώσιν του».
Επ' αυτού ο στρατηγός Nτ' Εσπεραί, πιο σώφρων, εξέφρασε αντίθετη άποψη, στηριζόμενος αφενός στον περιορισμένο αριθμό στρατού που διέθετε για μια τέτοια επιχείρηση, και αφετέρου τόσο στη τετραετή μέχρι τότε καταπόνησή του στρατού του, όσο και στην ακαταλληλότητα της εποχής, επισείοντας έτσι τον κίνδυνο οδυνηρών συνεπειών. Δυστυχώς όμως δεν εισακούστηκε. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν παράλληλα ότι κανείς μέχρι τότε δεν είχε τη στοιχειώδη διορατικότητα για να προβλέψει ότι το τέλος του πολέμου πλησίαζε από ημέρα σε ημέρα.
Έτσι, ενώ τρεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου υπογραφόταν η Ανακωχή του Μούδρου και στις 11 Νοεμβρίου η Ανακωχή της Κομπιέννης (1918), όπου ουσιαστικά με τη δεύτερη έληξε και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα μήνα μετά, στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους αποβιβάστηκε στην Οδησσό η 156η γαλλική μεραρχία.

Συμμετέχουσες δυνάμεις

Τις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Κριμαίας συγκροτούσαν:
α) Δύο γαλλικές μεραρχίες: η 156η, και η 30η που στάλθηκε στην Οδησσό από Ρουμανία.
β) Μία πολωνική μεραρχία (η 4η πολωνική Μεραρχία), που βρισκόταν ήδη στην Οδησσό.
γ) Το Ελληνικό Α΄ Σώμα Στρατού (που συγκροτούνταν από τρεις μεραρχίες: την Ιη, τη ΙΙη και τη ΧΙΙΙη), που αποφάσισε να στείλει η ελληνική κυβέρνηση, και βρισκόταν τότε στην ανατολική Μακεδονία, και
δ) Τμήματα του αντιμπολσεβικικού στρατού του Ντενίκιν, που βρίσκονταν ήδη στις περιοχές της Οδησσού και της Κριμαίας.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκε στην Οδησσό ο Γάλλος στρατηγός Ντ' Ανσέλμ, ο οποίος και ορίστηκε γενικός αρχηγός όλων των συμμετεχουσών δυνάμεων.
Αξιοσημείωτο από στρατιωτική άποψη ήταν ότι οι παραπάνω γαλλικές μεραρχίες ήταν ήδη «αποσκελετωμένες», καθώς από 15 ημέρες πριν είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισμού τους. Περί δε του πυροβολικού των γαλλικών αυτών μεραρχιών δεν υπάρχουν σαφή και πλήρη στοιχεία. Συνεπώς η σημαντικότερη και ουσιαστικά η κύρια δύναμη που διέθετε ο στρατηγός Ντ' Ανσέλμ ήταν το ελληνικό Α΄ Σώμα Στρατού, που διατηρούσε την εμπόλεμη διάταξη και δύναμή του.

Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα

Ο Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους ολόκληρη δύναμη σώματος στρατού, ελληνικού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευαν οι Γάλλοι. Μπροστά σε αυτή την προσφορά του Έλληνα πρωθυπουργού η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε τη χειρονομία με ευγνωμοσύνη, παρέχοντας «υποσχέσεις» περί υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως τίποτε το δεσμευτικό.
Παρατηρήθηκε όμως ότι η αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου με πολύ παράδοξο τρόπο. Καταρχήν δεν υπήρχε οργάνωση της μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός αποστολής. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά., τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης κεντρική ελληνική διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος, αλλά με την άφιξή των τμημάτων του στη Κριμαία αυτά περιέρχονταν υπό τις διαταγές των επί τόπου Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν ανά μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους, χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας».
Τις πρωινές ώρες της 20ης Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκαν στην Οδησσό τα πρώτα ελληνικά τμήματα της ΙΙης ελληνικής μεραρχίας, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού. Ενώ το 2ο Σύνταγμα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας αποβιβάστηκε στις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη. Λίγες ημέρες μετά αποβιβάστηκαν και τα τελευταία υπόλοιπα τμήματα. Τελικά από τις τρεις μεραρχίες που αρχικά προορίζονταν για την εκστρατεία αυτή από ελληνικής πλευράς στάλθηκαν μόνο δύο, η ΙΙ και η ΧΙΙΙ. Η Ιη μεραρχία δεν έλαβε μέρος.

Μέτωπα επιχειρήσεων

Σημεία αποβάσεων των συμμαχικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Κριμαίας ήταν αρχικά η Οδησσός και στη συνέχεια η Σεβαστούπολη επί της χερσονήσου της Κριμαίας. Μετά την άφιξη της 156ης γαλλικής μεραρχίας στην Οδησσό και των πρώτων ελληνικών τμημάτων που τέθηκαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Μποριούς (διοικητού της 156ης Μεραρχίας) δημιουργήθηκαν τρία μέτωπα: α) το μέτωπο της Μπερεζόφκας (110 χλμ. βόρεια της Οδησσού), β) το μέτωπο του Νικολάϊεφ (100 χλμ. βορειοανατολικά της Οδησσού), και γ) το μέτωπο της Χερσώνας (40 χλμ. ανατολικότερα του προηγουμένου), από το οποίο και ξεκίνησαν ο επιχειρήσεις.

Μέτωπο Χερσώνας

Στη Χερσώνα είχαν μεταφερθεί ένα ελληνικό τάγμα πεζικού (από το 34ο Σύνταγμα), που συγκροτούνταν από 23 αξιωματικούς και 853 οπλίτες, και ένας γαλλικός λόχος με 2 πυροβόλα των 65 χιλ., συνολικής δύναμης 145 ανδρών, που τελούσαν όλοι υπό τις διαταγές του Γάλλου ταγματάρχη Ζανσόν. Η ανάπτυξη του μετώπου της Χερσώνας αποτελούσε βασικά γραμμή άμυνας στηριζόμενη σε μια προκεχωρημένη γραμμή γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό, τον οποίο κατείχε ένας λόχος του ελληνικού τάγματος, και στην κύρια γραμμή αντίστασης, που αποτελούσε το φρούριο της πόλης που κατείχε η υπόλοιπη παραπάνω δύναμη.
Την 1η Μαρτίου ο ελληνικός προκεχωρημένος λόχος έλαβε τελεσίγραφο του Ρώσου Αταμάνου Γρηγόριεφ διοικητή μεραρχίας Μπολσεβίκων που βρισκόταν στη Νιβγιαρόσκα, να καταθέσει τα όπλα και να αναχωρήσει από την περιοχή μέχρι την επομένη στις 17.00 ώρα, καταλήγοντας ότι «δεν εγνώριζε να υπάρχει διαφορά τις, οιασδήποτε φύσεως μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας». Η άμεση όπως απάντηση που δόθηκε ήταν: «είναι ανάξιον των απογόνων του Λεωνίδου να εγκαταλείπωσι τας εαυτών θέσεις». Έτσι την επομένη στις 2 Μαρτίου και ώρα 14.00 άρχισαν οι Μπολσεβίκοι να προσβάλουν την πόλη βομβαρδίζοντάς την ίδια την πόλη και την παραλία εξαπολύοντας επίθεση πεζοπόρων τμημάτων. Την επίθεση αυτή απέκρουσαν όλες οι δυνάμεις του μετώπου, ελληνικές και γαλλικές, διατηρώντας τη θέση τους, ενώ την αποστολή υποστήριζαν ανταποκρινόμενα πλήρως και τα δύο γαλλικά πυροβόλα με τη βοήθεια των πυρών και της παραπλέουσας γαλλικής κανονιοφόρου «Πλούτων». Τις επόμενες όμως τέσσερις ημέρες (3-6 Μαρτίου) οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν αμείωτα τον βομβαρδισμό με θωρακισμένα κανονιοφόρα τρένα. Στις 7 Μαρτίου οι Μπολσεβίκοι με ισχυρές δυνάμεις πεζικού κατάφεραν μετά από πεισματικό αγώνα να καταλάβουν το ανατολικό τμήμα της πόλης, το τηλεγραφείο και το νεκροταφείο. Την επομένη άρχισε η πίεση και από τη δυτική πλευρά, με συνέπεια η θέση των αντιμαχομένων δυνάμεων να γίνεται δυσχερής. Στις 9 Μαρτίου εξαπολύθηκε ορμητική μπολσεβική επίθεση πεζικού με θωρακισμένα τρένα, με αποτέλεσμα την τελική κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού και άμεσα συνέπεια τα μεν ελληνικά τμήματα, βαλλόμενα και από πολίτες, να καταφύγουν στο φρούριο, η δε γαλλική δύναμη στην παραλία. Η κατάσταση πλέον ήταν πολύ κρίσιμη. Το μεσημέρι κατέφθασαν συμμαχικές ενισχύσεις με δύο ελληνικά τάγματα από το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη. Η δύναμη αυτή κατόρθωσε τη νύχτα να απεγκλωβίσει το ελληνικό τάγμα από τον κλοιό των Ερυθρών, όμως από τις οδομαχίες που ακολούθησαν, τόσο από τους μπολσεβίκους που είχαν εισχωρήσει στην πόλη, όσο και από ομάδες κατοίκων που πυροβολούσαν από τα παράθυρα, εξανάγκασαν τις εκεί εκστρατευτικές δυνάμεις σε γενική υποχώρηση.
Τις πρωινές ώρες της 10ης Μαρτίου τα ελληνικά και γαλλικά τμήματα υποχώρησαν εγκαταλείποντας την πόλη, και επιβιβαζόμενα σε πλοία μεταφέρθηκαν στην Οδησσό. Η επιβίβαση και ο ασφαλής απόπλους έγινε με την υποστήριξη των πυρών μοίρας του γαλλικού στόλου. Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο αυτό ήταν 12 αξιωματικοί και 245 οπλίτες.

Μέτωπο Νικολάιεφ

Το μέτωπο του Νικολάιεφ υποστήριζε το 7ο Σύνταγμα Πεζικού, του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, που τελούσε υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Λεγκέ. Ένα τάγμα του συντάγματος αυτού είχε προωθηθεί στο Βουτοτόπ (2 χλμ. ανατολικά του Νικολάιεφ). Η υποχώρηση και η εγκατάλειψη της Χερσώνας αλλά και οι συνεχώς ογκούμενες δυνάμεις των Μπολσεβίκων εξανάγκασαν την ανώτατη ηγεσία των επιχειρήσεων της εκστρατείας να διατάξει την εγκατάλειψη του μετώπου του Νικολάιεφ. Η εκκένωση συντελέστηκε στις 06.00 ώρα της 14ης Μαρτίου με τη μεταφορά των δυνάμεων στην Οδησσό, οι οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού τους.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εισήλθαν στη πόλη οι μπολσεβικικές δυνάμεις του Γρηγόριεφ.

Μέτωπο Μπερεζόφκας

Το μέτωπο της Μπερεζόφκας υπήρξε το σημαντικότερο από τις επιχειρήσεις της εκστρατείας της Κριμαίας μέχρι την αναγκαστική εκκένωση και της Οδησσού από τα συμμαχικά στρατεύματα. Το μέτωπο αυτό, στην πραγματικότητα μια ασθενής αμυντική γραμμή, άρχισε να αναπτύσσεται στις 20 Φεβρουαρίου, όταν στάλθηκε ένα τάγμα από το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στο Βασιλίνοβο (120 χλμ βόρεια-βορειοανατολικά της Οδησσού) μαζί με κάποιες γαλλικές μονάδες Ζουάβων (Αλγερινο-Μαροκινο-Σενεγαλέζων).
Οι πολεμικές συγκρούσεις με τους μπολσεβίκους ξεκίνησαν στις 7 Μαρτίου 1919, όταν πεζοπόρα τμήματα των τελευταίων με πυροβολικό επιτέθηκαν στο αριστερό τμήμα της διάταξης. Οι Μπολσεβίκοι αποκρούστηκαν σχετικά εύκολα. Στις 11 Μαρτίου όλη η συμμαχική δύναμη, κατόπιν εντολής του στρατηγείου Οδησσού, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στη περιοχή Μπερεζόφκα, όπου το αναφερόμενο ελληνικό τάγμα ανέλαβε τις προφυλακές προς τη διεύθυνση του Βασιλίνοβου, ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής, τα δε τμήματα των Ζουαβών δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής. Τα τμήματα αυτά άρχισαν σιγά σιγά να ενισχύονται.
Στις 16 Μαρτίου μια γαλλική αναγνωριστική μονάδα, κινούμενη προς την Κολοσόφκα, διαπίστωσε την ύπαρξη εκεί μεγάλης δύναμης μπολσεβικικών στρατευμάτων. Επειδή όμως η μονάδα έγινε αντιληπτή, επέστρεψε άτακτα, βαλλόμενη συνεχώς από εχθρικό πυροβολικό.
Στις 17 Μαρτίου η επίθεση των Μπολσεβίκων κατά της Μπερεζόφκας αποκρούστηκε επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα προφυλακών.
Την επομένη, 18 Μαρτίου 1919, και ενώ σχεδιαζόταν η υποχώρηση και νέα μεταφορά των δυνάμεων, ακολούθησε η μεγάλη και σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων με θωρακισμένα τρένα. Έτσι άρχισε να διεξάγεται η γνωστή ομώνυμη «μάχη της Μπερεζόφκας» που κράτησε όλη την ημέρα. Μετά την άτακτη υποχώρηση αρχικά των γαλλικών τμημάτων, που εγκατέλειψαν ακόμα και τους τραυματίες τους, άρχισε το βράδυ και η εσπευσμένη υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων (και δύο ιλών από Ρώσους εθελοντές) προς την περιοχή Σέρμπκα, υπό συνεχή καταιγισμό πυρών ακόμα και από τα σπίτια της πόλης.
Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο της Μπερεζόφκας ήταν 9 αξιωματικοί και 135 οπλίτες, ενώ εγκαταλείφθηκε και όλο το υλικό των εκεί ελληνικών μονάδων.

Ανασυγκρότηση δυνάμεων

Από τις 19 Μαρτίου τουλάχιστον τα ελληνικά τμήματα άρχισαν να διαμορφώνουν ένα νέο αμυντικό μέτωπο προκάλυψης της Οδησσού στο ύψος της Σέρπσκας. Το μέτωπο αυτό άρχισαν να ενισχύουν στη συνέχεια γαλλικά και αντιμπολσεβικικά ρωσικά στρατεύματα. Στις 26 Μαρτίου είχε επεκταθεί στα δεξιά μέχρι την Καπιτάνσκα, ενισχυμένο με μία ρωσική ταξιαρχία, ένα ρωσικό ουλαμό βαρέως πυροβολικού των 120 χιλ., και με την προσθήκη δύο ταγμάτων του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Στη δύναμη αυτή προστέθηκαν ένας ουλαμός γαλλικού πυροβολικού των 75 χιλ. και δύο ουλαμοί ιππικού (ένας γαλλικός και ένας ρουμανικός). Τη γενική διεύθυνση του μετώπου αυτού ανέλαβε ο Γάλλος στρατηγός Νερέλ, διοικητής της 30ης γαλλικής Μεραρχίας.
Οι Μπολσεβίκοι, που δεν έπαψαν να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις των εκστρατευτικών δυνάμεων, εκμεταλλευόμενοι τα σιδηροδρομικά δίκτυα συνέχισαν τον βομβαρδισμό με σιδηροδρομικά κανόνια να προσβάλουν τις θέσεις του νέου μετώπου, εξαναγκάζοντας το αριστερό κέρας να υποχωρήσει και να συμπτυχθεί στο Μπολ Μπουγιαλίκ. Προχωρώντας τότε ο διοικητής του 3ου Συντάγματος αντισυνταγματάρχης Κονδύλης σε αντεπίθεση ανακατέλαβε όλες τις θέσεις που είχαν εγκαταλειφθεί κοντά το σιδηροδρομικό σταθμό Σέρπσκας. Οι Μπολσεβίκοι όμως έφεραν νέες δυνάμεις επιχειρώντας υπερκερωτικούς ελιγμούς.

Διάταξη δυνάμεων

Στις 1 Απριλίου του 1919 η διάταξη των εκστρατευτικών δυνάμεων στη περιοχή είχε ως εξής:
- 2 ελληνικά τάγματα του 5/42 συντάγματος Ευζώνων (συνταγματάρχης Πλαστήρας) βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού Μπουγιαλίκ.
- 1 ελληνικό τάγμα (το 1ο), του 3ου Συντάγματος σε υψώματα ανατολικά του Μπουγιαλίκ.
- 1 ελληνικό τάγμα (το 2ο), του 3ου Συντάγματος, εφεδρεία, στο σταθμό του Μπουγιαλίκ.
- 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 3ου Συντάγματος, εφεδρεία στο σταθμό Ριέντζας.
- Μία ελληνική μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, με ένα ουλαμό γαλλικού πυροβολικού, πίσω από τη γραμμή των δύο ταγμάτων των Ευζώνων.
- 1 ελληνικό τάγμα του 34ου Συντάγματος, στην Κρεμυδόφκα, στη διάθεση του στρατηγού Νερέλ, καλύπτοντας τη διοίκησή του.
- 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, στη περιοχή Παβλίκα, ως πλαγιοφυλακή και εφεδρεία.
- Μία ρωσική ταξιαρχία με υπόλοιπες γαλλικές δυνάμεις στη γραμμή Καπιτάνκα και Αλεξανδρόφσκα, ανατολικά του Μπουγιανλίκ.

Κατάρρευση μετώπου

Στις 2 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση στην αμυντική γραμμή Καπιτάνσκα – Αλεξανδρόφσκα, υποχρεώνοντας την εκεί ρωσική ταξιαρχία σε υποχώρηση στο Αμίσκοβ. Αλλά και εκεί οι αμυνόμενοι, μετά από σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν την υποχώρηση. Παράλληλα οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να προσβάλλουν με θωρακισμένα οχήματα και τη θέση των ελληνικών τμημάτων. Η επιθετική ορμή τους αρχικά ανακόπηκε. Μπροστά στην πίεση όμως αυτή και με διαφαινόμενο τον κίνδυνο τα τμήματα αυτά να κυκλωθούν μετά την υποχώρηση των Ρώσων, ο στρατηγός Νερέλ διέταξε γενική υποχώρηση και σύμπτυξη στη γραμμή Κουπάνκ - Μαλ Μπουγιαλίκ. Κατά τη σύμπτυξη αυτή το ελληνικό τάγμα που βρισκόταν στη Παβλίνκα απομονώθηκε και, δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου, κατόρθωσε τη νύχτα να διαφύγει.
Έτσι οι νέες θέσεις άμυνας των Ρώσων ήταν το Κρεμύντοβο και η Γρηγοριέφκα κοντά στα παράλια.
Στις 5 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση, την οποία επέκρουσε με επιτυχία το υπό τον Κονδύλη 3ο Σύνταγμα Πεζικού, ενώ αντίθετα οι Ρώσοι συνέχισαν και πάλι να υποχωρούν άτακτα προς Οδησσό, εγκαταλείποντας τη συνοχή με τις άλλες δυνάμεις. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η υποχώρηση να συμπαρασύρει και άλλα τμήματα, εξαναγκάζοντας έτσι τον στρατηγό Νερέλ να διατάξει γενική υποχώρηση και νέα σύμπτυξη στο παρά την Οδησσό τελευταίο προγεφύρωμα, το οποίο και είχε οργανώσει αμυντικά το ελληνικό 7ο Σύνταγμα Πεζικού μετά τη μεταφορά του από το μέτωπο του Νικολάιεφ.

Εκκένωση Οδησσού

Τελικά η υποχώρηση ήταν τόσο ορμητική που ούτε και στο τελευταίο προγεφύρωμα κρατήθηκε άμυνα, με συνέπεια να διαταχθεί η εκκένωση της Οδησσού. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η εχθρική στάση των κατοίκων απέναντι στις εκστρατευτικές δυνάμεις, τις οποίες θεωρούσαν δυνάμεις κατοχής, και εναντίον των οποίων έβαλλαν από τα νώτα.
Προ της δημιουργούμενης νέας κατάστασης ο στρατηγός Νερέλ διέταξε τότε όλες οι δυνάμεις να διεκπεραιωθούν στη δεξιά όχθη του Δνείστερου μεταξύ Μπεντέρι και Άκερμαν, προκειμένου να κρατηθεί πλέον εκεί η άμυνα της Βεσσαραβίας μαζί με ρουμανικές και πολωνικές δυνάμεις. Τελικά οι Μπολσεβίκοι σταμάτησαν την προέλασή τους στον Δνείστερο.

Άμυνα ισθμού Περεκόπ

Κατά το χρόνο που επερχόταν το τέλος των επιχειρήσεων στην Ουκρανία το 2ο Σύνταγμα της ΧΙΙΙς ελληνικής Μεραρχίας που είχε αποβιβαστεί από τις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη υποστήριζε τις υπό τον Ρώσο στρατηγό ρωσικές δυνάμεις (4η και 5η Μεραρχία) κατά των Μπολσεβίκων στην άμυνα της Κριμαίας παρά τον Ισθμό του Περεκόπ. Επίσης μία δύναμη 2.000 Γάλλων ασχολούνταν με την τήρηση της τάξης σε διάφορες πόλεις της Κριμαίας. Τελικά και η γραμμή άμυνας του ισθμού Περεκόπ υποχώρησε, αφενός λόγω των ανεπαρκών δυνάμεων έναντι των Μπολσεβίκων αφετέρου λόγω του πολύ χαμηλού ηθικού των ρωσικών μονάδων. Παρά ταύτα το ελληνικό σύνταγμα σύναψε σφοδρές μάχες κατά μεμονωμένων δυνάμεων ειδικά στο Γιουσούν (25 χλμ. νότια του Περεκόπ) και στο Εσκήκιοϊ—Ζάμα (50 χλμ. νότια του Περεκόπ). Τελικά, λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης, το ελληνικό σύνταγμα συμπτύχθηκε με τις υπάρχουσες γαλλικές δυνάμεις γύρωα από τη Σεβαστούπολη, όπου και οργάνωσε την εγγύς άμυνα της πόλης, ενώ η κύρια ρωσική δύναμη υποχώρησε στη Θεοδοσία.
Στις 15 Απριλίου ξεκίνησε η σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων, που εξακολούθησε και την επόμενη ημέρα. Στην επίθεση αυτή ομόφρονες κάτοικοι έβαλαν από τα νώτα τα συμμαχικά στρατεύματα. Στο λιμένα της πόλης μεταξύ των άλλων πολεμικών πλοίων, γαλλικών και ρωσικών κυρίως θωρηκτών, ήταν και δύο ελληνικά, το θωρηκτό Κιλκίς και το αντιτορπιλικό Πάνθηρ, που με δραστικά πυρά έβαλαν κατά των θέσεων των Μπολσεβίκων. Τελικά όλη εκείνη η επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία, ενώ την επομένη κλείστηκε ανακωχή.

Ανακωχή

Η ανακωχή στο μέτωπο της Κριμαίας συνάφθηκε στις 17 Απριλίου, και είχε δεκαήμερη διάρκεια, που έληγε στις 27 Απριλίου. Κατά το διάστημα αυτό αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας και η μεταφορά όλου του συμμαχικού υλικού στη Κωνσταντινούπολη.

Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο

Στις 19 Απριλίου, προτού αποφασιστεί η εκκένωση της Κριμαίας, Γάλλοι ναύτες των θωρηκτών Φρανς, Ζαν Μπαρτ, Βερντέν, Ζυστίς και Μιραμπώ, τα οποία ναυλοχούσαν στο λιμένα της Σεβαστούπολης, όταν βγήκαν στην ξηρά ενώθηκαν με πλήθη κομουνιστών κατοίκων οι οποίοι, κρατώντας κόκκινες σημαίες, περιέρχονταν τους δρόμους φωνάζοντας «Ζήτω οι Μπολσεβίκοι». Φθάνοντας δε και διερχόμενοι μπροστά από τον στρατωνισμό του 10ου Λόχου του ελληνικού συντάγματος, οι Γάλλοι αποδοκίμαζαν τους Έλληνες στρατιώτες, προκαλώντας τους με υβριστικές φράσεις. Όταν ο διοικητής του λόχου ενημέρωσε σχετικά και ζήτησε από τον Γάλλο φρούραρχο Ντε Βιλπέν οδηγίες τι να πράξει, αντί ο τελευταίος να καλέσει γαλλικό απόσπασμα για τη σύλληψη των Γάλλων ναυτών, τη διάλυση των διαδηλωτών και την επιβολή της τάξης, αρμοδιότητα που ασκούσαν οι Γάλλοι, έδωσε εντολή στον ελληνικό λόχο να προβεί αυτός στις αναγκαίες ενέργειες, κάνοντας ακόμα χρήση όπλων, αν χρειαζόταν. Τότε ο διοικητής του λόχου διέταξε τους άνδρες του να βγουν στους δρόμους και να εκτελέσουν βολές στον αέρα για τη διάλυση των διαδηλωτών. Επειδή όμως ο λόχος δεχόταν πυρά από τον όχλο, ο διοικητής διέταξε το λόχο να ανταποδώσει. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πέντε πολίτες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν τρεις Γάλλοι ναύτες. Το πλήθος διασκορπίστηκε, ενώ πολλοί Γάλλοι ναύτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα πλοία τους από γαλλικά αποσπάσματα που στάλθηκαν στη συνέχεια να τους παραλάβουν. Ο τραυματισμός όμως των Γάλλων ναυτών εξαγρίωσε τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών, που απειλούσαν ανοιχτά το βομβαρδισμό των ελληνικών πλοίων και των ελληνικών θέσεων στην ξηρά.

Αγγλική αποτροπή

Στις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Άγγλος συνταγματάρχης Σμάιτ που είχε καταπλεύσει την προηγουμένη με τρία αγγλικά αντιτορπιλικά διέταξε τα πλοία του να παρεμβληθούν ανάμεσα στα ελληνικά και τα γαλλικά και τηλεγράφησε στη Κωνσταντινούπολη για επείγουσα αποστολή θωρηκτών. Πράγματι την επομένη το απόγευμα κατέφθασαν τέσσερα αγγλικά θωρηκτά «ντρέντνωτ», υπό τον ναύαρχο Κάλθορπ, ο οποίος μετά την αποβίβασή του στη ξηρά έσπευσε να συγχαρεί το ελληνικό στράτευμα τηλεγραφώντας στην ελληνική κυβέρνηση: «Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται δύνανται να είναι σήμερον υπερήφανοι ότι είναι Έλληνες».

Τέλος εκστρατείας

Τελικά, μία εβδομάδα μετά το περιστατικό άρχισε η εκκένωση της Κριμαίας. Στις 28 Απριλίου 1919, μία ημέρα μετά τη λήξη της ανακωχής, επιβιβάστηκε το ελληνικό σύνταγμα, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, και το βράδυ της ίδιας ημέρας όλα τα πλοία απέπλευσαν για Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου και έληξε η εκστρατεία της Κριμαίας.

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ. ΙΘ΄, σ. 223.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...